- ψευδαδάμας
- (-αντος) ο искусственный алмаз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek
ψευδαδάμαντας — ο, Ν ψεύτικο διαμάντι, απομίμηση διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + αδάμας, αντος. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδαδάμας, μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] … Dictionary of Greek